- προσαναβαίνουσα
- προσαναβαίνωgo uppres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαναβαίνω — Α [ἀναβαίνω] 1. (κυρίως για πτηνά που ζουν στο νερό) ανεβαίνω ή ανέρχομαι προς ένα μέρος 2. ανέρχομαι επί πλέον, ακόμη 3. αναρριχώμαι («τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σικὸν», Πλάτ.) 4. (για ποταμό) πλημμυρίζω επί πλέον 5. ιππεύω επιπροσθέτως 6. μτφ.… … Dictionary of Greek